- απονικαω
- ἀπονικάωἀπο-νῑκάωполностью побеждать, одолевать
(ὑπό τινος ἀπονικώμενος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὑπό τινος ἀπονικώμενος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπονικώμενον — ἀπονικάω overpower pres part mp masc acc sg ἀπονικάω overpower pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονικῆσαι — ἀπονικάω overpower aor inf act (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονικῶντος — ἀπονικάω overpower pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονίκησιν — ἀ̱πονίκησιν , ἀπονίζω wash off perf subj act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀπονικάω overpower pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)